- επαπολύω
- ἐπαπολύω (Α)αφήνω, απολύω πάλι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπαπολύω — ἐπί ἀπολύω destroy utterly pres subj act 1st sg (epic) ἐπί ἀπολύω destroy utterly pres ind act 1st sg (epic) ἐπαπολύ̱ω , ἐπί ἀπολύω destroy utterly pres subj act 1st sg ἐπαπολύ̱ω , ἐπί ἀπολύω destroy utterly pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… … Dictionary of Greek